Εκμισθώνοντας ένα προσφάτως ανακαινισμένο διαμέρισμα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
Ξένοι επισκέπτες, ψηφιακοί “νομάδες” και ασφαλώς Έλληνες αποτελούν την βασική “μαγιά” για την ενοικίαση κατοικιών στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία χρόνια, οι τιμές των ενοικίων έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, ακριβώς λόγω της υψηλής ζήτησης, αλλά και του γεγονός ότι ένα ποσοστό των διαμερισμάτων αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης, αποκλειστικά μέσω των ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία οι τιμές ενοικίασης στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον 25% από το 2018 μέχρι σήμερα. Το 2020, ο ρυθμός ανόδου των αξιών έχει μετριαστεί, ωστόσο, εφόσον η οικονομία ανακάμψει, θεωρείται ότι η άνοδος θα συνεχιστεί, τουλάχιστον σε περιοχές υψηλής ζήτησης, όπως τα νότια προάστια και το κέντρο της Αθήνας.
Για να μπορέσει κανείς να εξασφαλίσει υψηλότερο ενοίκιο, θα πρέπει όμως να επενδύσει και κάποια κεφάλαια για την ανακαίνιση και τον καλλωπισμό του ακινήτου του. Τα τελευταία χρόνια, δεκάδες χιλιάδες ακίνητα αξιοποιήθηκαν μέσω Airbnb, με αποτέλεσμα να έχουν πλέον ανακαινιστεί κι εξοπλιστεί σημαντικά. Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός στην αγορά ενοικιάσεων σημαίνει ότι τα λιγότερο ποιοτικά ακίνητα, μισθώνονται και δυσκολότερα.
Ο δείκτης τιμών αγοράς/ενοίκιο έχει αρχίσει πλέον να αυξάνεται, δείγμα ότι η ελληνική αγορά καθίσταται όλο και πιο πολύ προσανατολισμένη προς τις ενοικιάσεις. Πριν από περίπου ένα χρόνο, με βάση τα στοιχεία της Numbeo, ο σχετικός δείκτης διαμορφωνόταν σε 20,2 στο κέντρο της Αθήνας και 23,9 στα προάστια. Αυτό σημαίνει ότι ένας επενδυτής θα χρειαστεί περίπου 20 χρόνια για να αποσβέσει την αγορά ενός ακινήτου, μέσω της ενοικίασής του. Σήμερα, ο σχετικός δείκτης αγγίζει το 23 στο κέντρο της Αθήνας και το 25 σε περιοχές εκτός του κέντρου. Ωστόσο, στην Μαδρίτη, ο δείκτης τιμής/ενοίκιο ανέρχεται σε 24,36, στο Λονδίνο και το Βερολίνο σε 29, στη Ρώμη σε 30,88 και στο Παρίσι σε 42.